δωρηματικός

δωρηματικός
δωρηματικός, -ή, -όν (Α)
γενναιόδωρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δωρηματικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρηματικαῖς — δωρηματικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρηματικοί — δωρηματικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρηματικούς — δωρηματικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρηματικῆς — δωρηματικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”